μελάσματα

μελάσματα
μέλασμα
a black
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέλασμα — το (Α μέλασμα) [μελαίνω] μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών αρχ. 1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα 2. στον πληθ. τὰ μελάσματα οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής σελήνης 3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» η στερεά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”